Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Ο κύριος με το πατίνι ΙΙΙ

 

«Ο κύριος με το πατίνι»

μια ιστορία απροσδόκητα γοητευτικής απογοήτευσης  

Όλο το σκηνικό της επικοινωνίας που δημιουργήθηκε με τόσο κόπο και τόση θεματολογία από τον κύριο με το πατίνι κι από μένα φυσικά, διακόπηκε από το τηλέφωνο μου που χτυπούσε. Ήταν η αδερφή μου που με ενημέρωνε πως θα ερχόταν να με πάρει γιατί είχαμε να πάμε σε ένα γάμο. Της το έκλεισα απότομα γιατί εκείνη τη στιγμή ο κύριος με το πατίνι, ετοιμαζόταν να φύγει. Πέρασε από μπροστά μας, μας χαιρέτησε αλλά όση ώρα απομακρυνόταν με κοιτούσε. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Γύρισα πίσω να τον δω που φεύγει και πράγματι τον είδα να με χαιρετά με υψωμένο το χέρι πάνω στο πατίνι και χαμογελώντας.  Με πολλή δυσκολία απώθησα τη σκέψη από το μυαλό μου πως θα ήταν άστοχο να πέσει με το πατίνι μια τόσο ρομαντική στιγμή!

Ήταν τελικά ωραίος άνθρωπος. Όχι κάτι το ιδιαίτερο. Λίγο εύσωμος, καλοντυμένος, περιποιημένος, με τα γκρίζα του μαλλιά, θαρρώ κοντά στην ηλικία μου, ίσως και λίγα χρόνια μεγαλύτερος. Ήταν πολύ ευγενικός, όχι υπερφίαλος, χαμηλών τόνων, με ήρεμη φωνή ενώ όταν χαμογελούσε, φωτίζονταν τα μάτια του. Παρατήρησα κι ένα σημάδι στο κεφάλι του, στο ύψος του μετώπου. Κάποια τομή; Κάποια μελανιά; Κάτι υπήρχε εκεί, αλλά εννοείται πως δε ρωτάς τέτοιες λεπτομέρειες έναν ξένο άνθρωπο που γνώρισες στη παραλία και μιλάτε για πρώτη φορά. Κάπως έτσι εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα ολοκληρώσαμε με τους γονείς μου την επιδρομή στη παραλία και γύρισα να ετοιμαστώ για τον γάμο στον οποίο ήμουν προσκεκλημένη. Είπα τα καθέκαστα στην αδερφή μου και με δυο ερωτήσεις της με οδήγησε σε ένα μίνι εγκεφαλικό, σε μια μικρή κρίση πανικού. «Πως τον λένε τον κύριο με το πατίνι;» «Τί δουλειά κάνει;»

Σκοτείνιασα! Διαπίστωσα πως ενώ μιλούσαμε αρκετή ώρα δεν είχαμε ρωτήσει ο ένας το όνομα του άλλου. Είχαμε πει τόσα πολλά και τελικά δεν είχαμε πει τίποτα για μας τους ίδιους, για τη δουλειά μας, για την οικογενειακή μας κατάσταση. Εν τάξει, τη πρώτη φορά που συζητάς με κάποιον δεν αλλάζεις και τηλεφωνικό αριθμό, αλλά ένα όνομα θα το πεις. Σε μας δεν ειπώθηκε. Δεν μου πέρασε καν από το μυαλό να τον ρωτήσω πως λέγεται. Επιπλέον, μιλούσαμε στον πληθυντικό ευγενείας, δεν είχε σπάσει ακόμη ο πάγος, αλλά και πάλι θα μπορούσα ευγενικά να ρωτήσω πως τον λένε. Μεγάλη αστοχία από πλευράς μου και από πλευράς του. Το να ρωτήσεις έναν άνθρωπο πώς λέγεται δεν είναι κατακριτέο, ούτε παρεξηγήσιμο. Το ίδιο και αν ρωτήσεις πού εργάζεται, με τι ασχολείται. Δεν θεωρούνται αυτές οι ερωτήσεις ανάρμοστες, ούτε αδιάκριτες. Δε ξεπερνάς τα όρια, αν τις θέσεις. Αντιθέτως, οριοθετείς μια συζήτηση και δίνεις σχήμα στον άνθρωπο με τον οποίο συζητάς.

Το μυαλό μου άρχισε να γεμίζει με αντρικά ονόματα που ίσως να ταίριαζαν στον κύριο με τον πατίνι. Κώστας, Παναγιώτης, Γιάννης, Γιώργος, Δημήτρης, Νίκος, Βασίλης. Μου φανήκαν πολύ κοινότυπα. Αλέξανδρος, Αχιλλέας, Πλάτωνας, Περικλής, Μιλτιάδης, Σωκράτης, πολύ αρχαιοελληνικά. Τρύφωνας, Χριστόφορος, Νεκτάριος, Παύλος, πολύ χριστιανικά. Θα μπορούσα όλη τη νύχτα να σκέφτομαι ονόματα που να ταιριάζουν στον κύριο με το πατίνι όπως Βαγγέλης, Μάριος, Θανάσης, Διονύσης, Αργύρης, Αιμίλιος, Μανώλης, Παντελής, Πέτρος, Τιμολέων, Πελοπίδας, Σωτήρης, Στέφανος. Απίστευτο μπέρδεμα!

Ήταν αυτονόητο πως την επόμενη μέρα θα έπρεπε να πάω στη παραλία για να ξεπεραστεί τουλάχιστον αυτός ο ψυχαναγκασμός μου. Να ρωτήσω τον κύριο με το πατίνι πώς τον λένε. Δε με ενδιέφερε πλέον τίποτα άλλο. Ούτε τι δουλειά έκανε, ούτε αν ήταν παντρεμένος, χήρος, ελεύθερος ή πολιορκημένος. Μόνη μου έννοια ήταν ποιο ήταν το όνομά του. Έτσι, γεμάτη ενθουσιασμό και με ισχυρή στοχοπροσήλωση στο να μάθω όνομα, αλλά και άλλες πληροφορίες, αν μπορούσα, ετοιμάστηκα για τη παραλία. Δε με σταματούσε τίποτα, τώρα που είχα κάνει μια αρχή, που είχα ανοίξει διαύλους επικοινωνίας. Μοιάζαν όλα πιο εύκολα. Ο καιρός ήταν ακόμη καλός αν και ο Σεπτέμβρης κυλούσε προς το δεύτερο μισό του. Άλλωστε, τα μπάνια εμείς δε τα σταματάμε το Σεπτέμβρη, αν δε βρέξει.

Καταφτάσαμε στη παραλία με τους γονείς μου την ίδια ώρα, όπως κάθε μέρα, με τα σνακ μας, τα νερά μας, τους καφέδες μας, τη καλή μας διάθεση. Ακολουθώντας το πρόγραμμα μου αποφάσισα να μπω στη θάλασσα αμέσως, καθώς είχε ακόμη δυνατό ήλιο. Στην πραγματικότητα περίμενα να δω τη φιγούρα του πάνω στο πατίνι να διασχίζει το δρόμο και να πλησιάζει τη παραλία. Δεν είχα σκεφτεί τί θα πω, πως θα ανοίξω συζήτηση, πως θα τον προσέγγιζα, αλλά ήμουν αποφασισμένη πως θα αυτοσχεδιάσω και θα βρω κάποιο έναυσμα για να τον πλησιάσω και να του μιλήσω. Ήμουν σίγουρη πως κι αυτός θα έκανε ένα βήμα προς εμένα, ένα βήμα που για πολύ καιρό δεν είχε κάνει και που ξεκάθαρα μου το χρωστούσε.

Η θάλασσα ήταν πολύ ζεστή και ένιωθα πως λειτουργούσε το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Κολύμπησα αρκετά, έκανα και κάποιες ασκήσεις μέσα στη θάλασσα για τη μέση, για τα πόδια, για τους ώμους και τα χέρια, προκειμένου να νιώσω ευεξία και να μην ακούω τριγμούς. Δεν είμαι και σαπιοκάραβο αλλά κι εγώ τα έχω περπατήσει τα χρόνια μου. Από τα σαράντα ως τα πενήντα είναι μια απόσταση που διανύεται με εμπόδια. Λίγα κιλά παραπάνω, καθιστική ζωή, με το ζόρι άσκηση, όσο να’ ναι χρειάζεται το σώμα μια φροντίδα, μια προστασία, έναν σεβασμό. Με αυτές τις σκέψεις και με τη θάλασσα να με αγκαλιάζει περίμενα τον κύριο με το πατίνι, μήπως επιτέλους μάθαινα το όνομά του, έστω!

Η ώρα περνούσε. Τα χέρια μου μούλιασαν στο νερό. Άρχισα να κρυώνω, να μελανιάζω. Ο κύριος με το πατίνι δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Υπολόγισα πως θα έπρεπε να έχει έρθει και ήδη να έχει ολοκληρώσει το ολιγόλεπτο μπάνιο του. Μήπως κάθισε πιο μακριά; Μήπως δεν ήταν διαθέσιμο το παγκάκι κοντά μας; Μήπως είχε πάει στην άλλη πλευρά της παραλίας; Όσο το επέτρεπε η όραση μου, δεν τον έβλεπα πουθενά. Έχω και λίγη μυωπία και τώρα τελευταία με επισκέφτηκε και η πρεσβυωπία. Βγήκα από το νερό, κάθισα στη καρέκλα μου και συνειδητοποίησα πως η ώρα ήταν περασμένη. Είχα κολυμπήσει πολύ περισσότερο και εν τω μεταξύ η παραλία είχε αδειάσει εντελώς από κόσμο. Ο κύριος με το πατίνι δεν ήταν πουθενά. Έβγαλα το βιβλίο μου από τη τσάντα θαλάσσης. Ένιωσα πως οι σελίδες του βιβλίου μου, με ειρωνεύονταν. Σα να τις άκουσα να λένε παραπονεμένα τώρα μας θυμήθηκες; Κοίταξα το παγκάκι που συνήθως εκείνος καθόταν και σα να με ειρωνευόταν κι αυτό. Φύγαμε στην ώρα μας. Και το απόγευμα εκείνο έμοιαζε πολύ θλιβερό και απόλυτα μελαγχολικό.

Η κατάσταση δυσκόλευε ολοένα και περισσότερο. Την επόμενη μέρα ξεκινούσα δουλειά για τα καλά. Το ωράριο μου χρόνια τώρα ήταν δύο το μεσημέρι με δέκα το βράδυ. Ακόμη και καλό καιρό να είχε, δε μπορούσα να πάω στη παραλία. Οπότε περιορίστηκα σε σκέψεις που είχαν μια δόση υπερβολής. Σκεφτόμουν πως ενόσω κάνω σχέδια ο Θεός γελάει. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική ψυχαναγκαστική σκέψη για όλα όσα θέλουμε, για όσα προγραμματίζουμε, για όσα οργανώνουμε, για όσα ονειρευόμαστε και τελικά η δύναμη του αστάθμητου παράγοντα τα κατεδαφίζει εν ριπή οφθαλμού. Υποτάχτηκα στη μοίρα μου και έκανα τα μαθήματα μου με τους μαθητές μου κανονικά. Δε πήγα στη παραλία. Προσπάθησα να βγάλω από το μυαλό μου όλο αυτό το σκηνικό που άρχιζε να μοιάζει τοξικό. Η ζωή προχωράει. Ο κύριος με το πατίνι μπορεί να μείνει μια όμορφη ανάμνηση και ίσως τον ξανασυναντήσω το επόμενο καλοκαίρι στην αγαπημένη μας παραλία. Γιατί το είχαμε συμφωνήσει αυτό. Αυτή ήταν η αγαπημένη μας παραλία.

Εν τω μεταξύ, οι γονείς μου πήγαν στην παραλία, παρόλο που εγώ δε μπόρεσα να πάω. Εκείνοι χρειαζόταν να κάνουν λίγα μπάνια ακόμη όσο κρατούσε ο καιρός. Και μόλις επέστρεψαν στο σπίτι η μητέρα μου με ενημέρωσε κατευθείαν. Ο κύριος με το πατίνι ήταν εκεί! Τους χαιρέτισε ευγενικά και έκανε το μπάνιο του και το πρόγραμμά του, όπως ακριβώς το συνήθιζε. Ήταν μια μαχαιριά στη καρδιά μου αυτή η είδηση, γιατί θα μπορούσα, αν ήθελα, να ακυρώσω μερικά μαθήματα, Σεπτέμβρης ήταν ακόμη, τα σχολεία μόλις είχαν ανοίξει, οι μαθητές μου δεν είχαν και τόσο φόρτο διαβάσματος ακόμη, άρα θα μπορούσα να συνεχίσω λίγα μπάνια ακόμη και να συναντήσω εκ νέου τον κύριο με το πατίνι για να μιλήσουμε και πάλι. Όμως, η ζωή γράφει τα δικά της σενάρια, τα οποία καλούμαστε να ακολουθούμε σαν καλοί και έμπειροι ηθοποιοί.

Την επόμενη μέρα δεν θα άφηνα τα πράγματα στη τύχη τους. Θα ακύρωνα κάποια μαθήματα και θα πήγαινα στη παραλία. Είχα μια ελπίδα να τον συναντήσω και γιατί όχι να αποσπάσω κάποιες πληροφορίες, να ανταλλάξουμε τηλέφωνα, social media, ό,τι τελοσπάντων χρειαζόταν για να μη χαθεί εντελώς η επικοινωνία μας. Εκείνο που με προβλημάτιζε ήταν το αν και ο κύριος με το πατίνι σκεφτόταν τα ίδια ή μήπως ήταν εντελώς ιδέα μου όλα. Άραγε θα με έψαχνε; Θα αναρωτιόταν γιατί λείπω από τη παραλία ενώ οι γονείς μου είναι εκεί; Θα σκεφτόταν κι αυτός το ενδεχόμενο πως θα με συναντούσε ξανά και πως θα έπρεπε να αλλάξουμε τα στοιχεία μας για να μη χαθούμε; Θα του περνούσε από το μυαλό το γεγονός πως δε θα με ξανάβλεπε παρά μόνο ίσως το επόμενο καλοκαίρι; Και πως θα ένιωθε μ’ αυτό; Δεν είναι εφικτό να απαντηθούν όλα αυτά. Καθόλου εφικτό! Γιατί όταν πήγα στη παραλία εκείνο το απόγευμα, ο κύριος με το πατίνι δεν είχε έρθει.

Αποφάσισα να μη χαλάω το πρόγραμμα της δουλειάς μου και να αφοσιωθώ στα ιδιαίτερα μαθήματα και στους μαθητές μου. Έτσι την επόμενη μέρα δεν πήγα για μπάνιο. Οι γονείς μου, όμως, πήγαν και μόλις επέστρεψαν, με ενημέρωσαν πως ο κύριος με το πατίνι ήταν εκεί και έκανε κανονικά το μπάνιο του και το πρόγραμμα του. Μάλιστα τους είχε χαιρετίσει πολύ ευγενικά και πηγαίνοντας και φεύγοντας από τη παραλία. Άρχισαν να με κυριεύουν τρελά νεύρα. Μα τι συμβαίνει επιτέλους; Τί ακριβώς θέλει να μας πει το σύμπαν; Δε γίνεται να συμβαίνει αυτό! Εγώ πηγαίνω στη παραλία, όταν ο κύριος με το πατίνι λείπει, κι έπειτα πηγαίνει εκείνος, όταν λείπω εγώ. Δε γίνεται αυτό! Δε γίνεται να αφηνόμαστε έρμαια στις διαθέσεις του τυχαίου και του ασύγχρονου. Πρέπει να κάνουμε κάτι δραστικό! Την επόμενη μέρα, μετέφερα κάποια μαθήματα μου και πήγα στη παραλία, αλλά ο κύριος με το πατίνι και πάλι δυστυχώς δεν ήταν εκεί. Μήνυμα ελήφθη! Το σύμπαν με γλεντάει!

Τις επόμενες μέρες χάλασε ο καιρός και κάπως έτσι αυτή η όμορφη ιστορία δεν κατάφερε να βρει το πολυπόθητο ευτυχισμένο τέλος της. Δε θα μάθουμε ποτέ τί θα γινόταν αν ξανάβλεπα τον κύριο με το πατίνι. Δε θα μάθουμε το όνομα του, το επάγγελμα του, την οικογενειακή του κατάσταση κι αν θα συνεχιζόταν ή όχι η όποια επικοινωνία μας. Είχα, όμως, μια πολύ καλή ιδέα γι’ αυτή την ιστορία της απροσδόκητης γοητευτικής απογοήτευσης. Να της δώσω σάρκα και οστά, να την ντύσω με λέξεις, σαν διήγημα για να μην τη ξεχάσω και να πατήσω μια παύση περιμένοντας το επόμενο καλοκαίρι. Και πού ξέρεις; Ίσως στην επόμενη στροφή του δρόμου να πετύχω τον κύριο με το πατίνι και να με χαιρετήσει χαμογελώντας και πέφτοντας ταυτόχρονα, για να τιμωρηθεί και λίγο που δεν πήρε καμία πρωτοβουλία έγκαιρα, έτσι ώστε να μη αναγκαζόμαστε τώρα να τον αποκαλούμε: Ο κύριος με το πατίνι.

                                                                                   22/9/2025 

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Ο κύριος με το πατίνι ΙΙ

     

«Ο κύριος με το πατίνι»

μια ιστορία απροσδόκητα γοητευτικής απογοήτευσης

............

            Η πρώτη συζήτηση μου με τον κύριο με το πατίνι διήρκεσε περίπου 30 λεπτά. Βγήκαμε κι οι δυο εκτός ρουτίνας ολοκληρωτικά. Αφού ανέλυσε όλα τα σχετικά με το πατίνι, τιμή, εξυπηρέτηση, πρακτικότητα, διευκόλυνση και άλλα, δηλαδή πληροφορίες που καθόλου δε με ενδιέφεραν καθώς δε με βλέπω στην ηλικία μου να αγοράζω πατίνι παρόλο που άκουγα πολύ προσεκτικά τα λεγόμενα του με σχεδόν έντονο ενδιαφέρον, κουνώντας και το κεφάλι συγκαταβατικά πολλές φορές, περάσαμε σε άλλα νέα. Μίλησε για διάφορα θέματα, για τη μικρή μας παραλία που είναι τόσο όμορφη και ακόμη καλύτερη το Σεπτέμβρη που φεύγει η μάζα και ηρεμεί η κατάσταση, για τις γύρω παραλίες που επίσης είναι πολύ όμορφες, για το πόσο τυχεροί είμαστε που μένουμε κοντά σε θάλασσα, για την Ελλάδα όλη που όπου πας σε μαγεύει, τα ελληνικά νησιά, το καλό φαγητό. Μιλήσαμε επίσης για τη πολιτική κατάσταση, για το πόλεμο στη Παλαιστίνη, για τη φτώχεια, για τα πολλά προβλήματα που ταλανίζουν της χώρας μας, για τη κυβέρνηση, την αντιπολίτευση, τα social media που έχουν καθηλώσει τον εγκέφαλο των νέων, για τον καύσωνα και τις φωτιές.

Η γκάμα της μικρής μας συζήτησης ήταν τεράστια. Είχε μια μαγική ιδιότητα να αλλάζει θέματα διαρκώς και πολύ γρήγορα, πριν προλάβω να κάνω μεταβολή για να φύγω. Με κρατούσε όρθια δίπλα του περίπου μισή ώρα με το τέχνασμα της εντυπωσιακά ταχείας αλλαγής θεματολογίας. Τη περισσότερη ώρα εκείνος μιλούσε ενώ εγώ άκουγα συμφωνώντας στα σημεία. Και μόλις έκανα κίνηση για μεταβολή και αποχώρηση, πετούσε νέο θέμα. Ένιωθα πως έβλεπα ειδήσεις σε τίτλους. Πέρασαν μπροστά στα μάτια μου άπειρα θέματα επικαιρότητας και μη, που με μεγάλη μαεστρία πετούσε στο τραπέζι ή μάλλον στο παγκάκι ο κύριος με το πατίνι. Αποσυντονίστηκα. Ευτυχώς που δε ρωτούσε τη γνώμη μου, αλλά έλεγε, έλεγε, έλεγε, σχολίαζε, καυτηρίαζε, ανέλυε και αμέσως έκανε θεαματικά θεματικά άλματα σε άλλες περιπέτειες. Για την Γερμανία που κάποτε βρέθηκε και δούλεψε εκεί, για τα νησιά που τα έχει γυρίσει σχεδόν όλα, για τα παιδιά του που είναι πλέον μεγάλα...

          Και κάπου εκεί χτύπησαν όλα τα καμπανάκια στο κεφάλι μου τα επιφορτισμένα με την αρμοδιότητα να μου αναδεικνύουν τον κίνδυνο. Να, λοιπόν, μια σημαντική πληροφορία ανάμεσα σε όλα αυτά τα περί ανέμων και υδάτων που έβγαιναν από τα χείλη του. Τα παιδιά προϋποθέτουν και την ύπαρξη συζύγου, αλλά ας μη βιαζόμαστε ακόμη. Δυο κουβέντες λέμε με τον άνθρωπο, δε πάμε και για γάμο. Αλλά μέσα στο κεφάλι μου άρχισε να γίνεται πάρτι. Πού είναι τα παιδιά του όλο τον Αύγουστο και τον μισό Σεπτέμβρη; Μόνος έρχεται για μπάνιο, μόνος φεύγει. Πού είναι η σύζυγος όλο αυτό το διάστημα; Δε ζεσταινόταν να πάει μαζί του για μπάνιο; Γεννιούνταν πολλά ερωτήματα αλλά μου φαινόταν πολύ αδιάκριτο να τα θέσω επί τάπητος τη πρώτη φορά που μιλούσα με έναν ξένο άνθρωπο στη παραλία!

Ωστόσο, τα ερωτήματα ήταν υπαρκτά και τοποθετούνταν σε μια άκρη στο μυαλό μου. Κι άλλες πληροφορίες κάθισαν στο κεφάλι μου. Είπε πως είχε πάει για φαγητό με μια φίλη του σε ένα απαράδεκτο εστιατόριο της περιοχής. Πως πας για φαγητό με φίλη σου όταν είσαι παντρεμένος; Δεν είπε με φίλους! Είπε με μια φίλη. Η γυναίκα του δεν πεινούσε να την πάρει μαζί; Η μήπως δεν υπήρχε γυναίκα; Μήπως είχε πεθάνει; Σίγουρα το διαζύγιο είναι μια καλύτερη επιλογή από τον θάνατο, αλλά κακώς σκεφτόμουν τέτοια πράγματα πρώτη φορά που μιλούσα με έναν ξένο άνθρωπο στη παραλία!

          Κι ενώ τίποτα δεν έμοιαζε να μπορεί να διακόψει την συζήτηση μας, ο κύριος με το πατίνι, συνέχιζε να μιλάει για άπειρα πράγματα, με ή χωρίς ενδιαφέρον για μένα, γιατί δε μπορούσα εκείνη τη στιγμή να αξιολογήσω το περιεχόμενο της συζήτησης. Τα νερά του Σεπτέμβρη, η ηρεμία μιας άδειας παραλίας όπου μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις χωρίς να σε ζαλίζει η πολυκοσμία, οι ράμπες των αναπήρων που διευκολύνουν την πρόσβαση των ατόμων με αναπηρίες ακόμη και στο νερό, ο καφές της περιοχής που δεν είναι και τόσο γευστικός, η κίνηση στους δρόμους και η κακή διαχείριση των οικονομικών πόρων από τους δημάρχους της πόλης, ήταν μερικά από τα θέματα που συνέχιζε να αναλύει ο κύριος με το πατίνι.

Είχε περάσει κάμποση ώρα, στεκόμουν όρθια δίπλα του και ένιωσα πως έπρεπε να επιστρέψω στα πράγματά μας, στη καρέκλα θαλάσσης μου, στους Δουβλινέζους μου, στο απάνεμο λιμάνι της λογοτεχνίας. Ήταν κι οι γονείς μου δίπλα, αν και πιστεύω πως η μαμά μου χαιρόταν που στεκόμουν εκεί τόση ώρα να μιλάμε, μιας και ήδη είχαμε κάνει μαζί μικρές συνωμοσίες για να τον πετύχουμε εύκαιρο. Μα πραγματικά ήταν αδύνατον να φύγω. Όχι γιατί δεν απολάμβανα πια τα πολλά και πολλαπλά θέματα που έθιγε, αλλά γιατί ένιωσα πως όλο αυτό γινόταν επειδή κι ο κύριος με το πατίνι βρισκόταν σε κατάσταση άγχους. Μιλούσε ακατάπαυστα από ανασφάλεια και άγχος και όχι για να εντυπωσιάσει ή να με κρατήσει εκεί παρατείνοντας την επικοινωνία. Βέβαια αυτές τις σκέψεις μου δε μπορεί να τις επιβεβαιώσει κανείς, γιατί τέτοια πράγματα απαγορεύεται να τα ρωτήσεις σε έναν ξένο άνθρωπο που μιλάτε για πρώτη φορά στη παραλία!

Έτσι, εκμεταλλεύτηκα μια μικρή παύση που του ξέφυγε, είπα «Ωραία! Όλα καλά, λοιπόν!», έκανα μια κομψή χορευτική μεταβολή και γύρισα στη θέση μου, η οποία, ωστόσο, δεν απείχε παρά δυο τρία μέτρα από το παγκάκι που καθόταν ο κύριος με το πατίνι. Μα μόλις τον κοίταξα, είδα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του μια απογοήτευση. Και μετάνιωσα αμέσως τη στιγμή που αποφάσισα να απομακρυνθώ. Όμως το ποτάμι δε γυρίζει πίσω. Εκείνος, κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, κοιτούσε εμένα, κοιτούσε τη θάλασσα, και θα ήθελα πάρα πολύ να ξέρω τί σκέφτηκε τη στιγμή που ευθαρσώς αποφάσισα να διακόψω τον ρου της σκέψης του και να απομακρυνθώ. Κάτι συνέχισε να μου λέει από μακριά και χαμογέλασα. Δε σταμάτησε ούτε μετά την αποχώρηση μου. Πόση ανάγκη για επικοινωνία θα είχε κι εκείνος!

Είναι φοβερό πόσο πολύ οι άνθρωποι ανοίγονται και συζητούν όταν τους δίνεται μια ευκαιρία. Η μοναξιά είναι μεγάλο πρόβλημα, σκέφτηκα, αλλά ίσως να το έλεγα και στον εαυτό μου! Να αφορούσε κι εμένα αυτή η παραδοχή ότι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι για να διαμορφώνουν σχέσεις, παρέες, φιλίες, κοινωνίες. Τα έχει πει κι ο Αριστοτέλης: ο άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ον, διαφορετικά θα ήταν θηρίο ή θεός. Η μοναξιά δεν είναι ίδιον του ανθρώπου, είναι παθογένεια. 

 Συνεχίζεται... 

Ο κύριος με το πατίνι Ι

 

«Ο κύριος με το πατίνι»

μια ιστορία απροσδόκητα γοητευτικής απογοήτευσης


Είναι αξιοπερίεργο να βλέπεις έναν κύριο να κυκλοφορεί με πατίνι στη παραλία. Γίνεται αντικείμενο σχολιασμού, κριτικής και ίσως και να λοιδορείται από κάποιους ανάγωγους. Ε, ναι, λοιπόν, ένας κύριος ερχόταν στη μικρή μας παραλία με πατίνι και δε φαίνεται να τον ένοιαζαν καθόλου τα βλέμματα των γύρω του. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί και να μη τον σχολίαζε κανείς και να μην ήταν αξιοπερίεργο που ερχόταν με το πατίνι.

          Ο κύριος με το πατίνι ακολουθούσε μια ολοδική του ρουτίνα. Ερχόταν στις έξι το απόγευμα στη παραλία με το πατίνι του, καθόταν στο διπλανό μας παγκάκι, έβγαζε τη μπλούζα του και τα παπούτσια του, έμπαινε στη θάλασσα για μόλις δέκα λεπτά κι έπειτα έβγαινε σκουπιζόταν, φορούσε τα ακουστικά του, συζητούσε λίγο στο τηλέφωνο ή άκουγε μουσική και στις εφτά άλλαζε το μαγιό του, ντυνόταν, έπαιρνε το πατίνι του κι έφευγε. Η ιστορία αυτή επαναλαμβανόταν σχεδόν όλο τον Αύγουστο με χειρουργική ακρίβεια. Δεν είχε περάσει απαρατήρητος, αλλά δεν ήταν και τίποτα σημαντικό.

Η παραλία τον Αύγουστο ήταν γεμάτη κόσμο και κάθε παρέα είχε τη δική της ρουτίνα. Άλλοι με τις καρέκλες τους, άλλοι με τις πετσέτες τους, τις ψάθες και τις ομπρέλες τους, άλλοι με τα παιδιά τους, άλλοι πιο μοναχικοί, άλλοι πιο θορυβώδεις. Κι εμείς είχαμε τη δική μας ρουτίνα. Είχα μόλις γυρίσει από τις διακοπές μου και συνόδευα τους γονείς μου στη θάλασσα, στην αγαπημένη μας παραλία. Φτάναμε στις πέντε το απόγευμα με τις καρέκλες μας, ενώ είχαμε προμηθευτεί απογευματινά σνακ, νερό και καφέ. Αράζαμε λίγο στη παραλία, κάναμε το μπάνιο μας για μια ώρα και μετά έκανε ο καθένας ό,τι ήθελε. Η μάνα μου ρέμβαζε τη θάλασσα, ο πατέρας μου έλυνε σταυρόλεξα και εγώ βυθιζόμουν στο μαγευτικό κόσμο της λογοτεχνίας, σε κόσμους άλλους, άλλων εποχών, άλλης κουλτούρας και καμιά φορά και άλλης γλώσσας. Ήταν μέρες καλοκαιρινής, αυγουστιάτικης ξεγνοιασιάς κι η θάλασσα με τα ζεστά της νερά συνέχιζε να μας γοητεύει. Λατρεύω τη θάλασσα, δε μπαίνω τυπικά μέσα της, την κολυμπάω, την αφήνω να με σαγηνεύει, να με γυμνάζει, να με αγκαλιάζει και να με θεραπεύει. Πρωτίστως να με θεραπεύει.

Ομολογώ πως δεν είχα παρατηρήσει τον κύριο με το πατίνι για πολλές μέρες. Πήγαινα στη παραλία, έκανα το μπάνιο μου κι έπειτα βυθιζόμουν στις λογοτεχνικές μου αναγνώσεις για ώρες. Όταν εκείνος ερχόταν και όταν έφευγε, σχολιάζαμε με τη μάνα μου το πατίνι του, αλλά όχι τον ίδιο. Δεν είχα εστιάσει στην οντότητά του. Ήταν ένας εύσωμος κύριος που περνούσε μπροστά μας, καθόταν στο διπλανό παγκάκι, ακολουθούσε τη ρουτίνα του, η οποία με άφηνε παντελώς αδιάφορη κι έπειτα ξαναπερνούσε μπροστά μας για να φύγει. Και κάπως έτσι κύλησε και γλίστρησε και έφυγε ο Αύγουστος και ήρθε ο γλυκόπικρος Σεπτέμβρης. Εμείς οι εραστές της θάλασσας, ξέρουμε καλά πως το Σεπτέμβρη τα νερά είναι ζεστά και ήρεμα και τα μπάνια είναι θησαυρός και για την σωματική και για την ψυχική μας υγεία και ευεξία. Έτσι, συνεχίσαμε να πηγαίνουμε στη παραλία, ενώ οι ξένοι έφευγαν και η παραλία ανάσαινε πιο ελεύθερη, πιο διαθέσιμη για μας τους πιστούς της εραστές. Φυσικά ερχόταν κι ο κύριος με το πατίνι.

Ώσπου ένα απόγευμα, τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, αφού είχα κάνει τη συνεδρία μου με τη θάλασσα και αποκαμωμένη από το κολύμπι είχα απλωθεί κάπως άτσαλα στη καρέκλα μου και είχα αφοσιωθεί στον James Joyce και στους Δουβλινέζους του, ύψωσα το βλέμμα μου από το βιβλίο κι ένιωσα μια περίεργη ενέργεια να διαπερνά το είναι μου, ένιωσα ένα βλέμμα να καρφώνεται πάνω μου. Ο κύριος με το πατίνι ξεπήδησε από τη καθημερινή του ρουτίνα και με κοιτούσε ανερυθρίαστα στα μάτια. Μόλις τον είδα, δυσκολεύτηκα πολύ να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του. Εστίασα καλύτερα και μετακίνησα τα γυαλιά ηλίου μου για να επιβεβαιώσω πως εκείνη η μικρή στιγμή δεν ήταν της φαντασίας μου, δεν την υπέθεσα, δεν την εφηύρα αλλά ήταν συντελεσμένη, ήταν απτή πραγματικότητα.

Δυο άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους, κοιτάζονταν στα μάτια, σκάναραν ο ένας τον αμφιβληστροειδή του άλλου, μείωναν μια κάποια απροσπέλαστη απόσταση, έσπαγαν ένα ανυπέρβλητο παγόβουνο μεταξύ τους και δημιουργούσαν κάτι ιδιαίτερο στον αέρα, στο σύμπαν, στη φύση. Δε μπορώ να θυμηθώ πόσα δευτερόλεπτα κράτησε αυτή η έντονη ματιά, αλλά θυμάμαι πως κατέληξε στον σχηματισμό ενός χαμόγελου στα δικά μου χείλη κι ενός ακόμη στα δικά του. Έπειτα, φόρεσα τα γυαλιά ηλίου μου κι επέστρεψα στην ασφαλή αγκαλιά του βιβλίου μου, στην σιγουριά της λογοτεχνίας, ενώ ο κύριος με το πατίνι ετοιμάστηκε να φύγει κι έφυγε. Ίσως να αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν αρπάξαμε εκείνη την μικρή, αγνή, μαγική στιγμούλα, εκείνη την μοναδική ευκαιρία να μιλήσουμε, να γνωριστούμε, να επικοινωνήσουμε πιο ουσιαστικά. Είναι πολλοί οι λόγοι αλλά θα εστιάσω μόνο στους αυτονόητους, μιλώντας από την δική μου σκοπιά.

Στη μέση ηλικία οι άνθρωποι γίνονται κομπλεξικοί, χάνουν την αυτοπεποίθηση τους, έχουν προβλήματα επικοινωνίας, η υπομονή τους έχει μειωθεί, οι προσδοκίες τους έχουν τερματίσει, είναι κουρασμένοι, προδομένοι, απογοητευμένοι. Τους κρατά πίσω η αίσθηση πως πέρασε το τρένο κι έφυγε, πως αποκλείεται να συμβεί κάτι καλό ή το σημαντικότερο: σιγά να μην είναι ο άλλος διαθέσιμος σ’ αυτή την ηλικία. Από εκείνη τη μέρα, ομολογώ πως άρχισα να παρατηρώ πιο διερευνητικά και πιο αναλυτικά τον κύριο με το πατίνι. Εστίασα στη ρουτίνα του. Πρόσεξα τις κινήσεις του, τα χαρακτηριστικά του, την ηλικία του, το σώμα του, τα παπούτσια του, το μαγιό του, μια μωβ τσάντα που κρατούσε με τα πράγματα του, το πως ασφάλιζε το πατίνι του στο παγκάκι, πριν μπει στη θάλασσα, τις ασκήσεις του μέσα στο νερό, το ολιγόλεπτο κολύμπι του, τη πετσέτα με την οποία στέγνωνε τα μαλλιά του και μετά που την ακουμπούσε στη πλάτη του, την ώρα που ερχόταν, την ώρα που έφευγε. Όλα!

Παρατηρούσα πως με κοιτούσε κι αυτός, άλλοτε εξονυχιστικά κι άλλοτε στα κλεφτά. Κάποιες φορές τον έπιανα να με ψάχνει όσο κολυμπούσα, άλλες φορές κοιτούσα εγώ πού βρίσκεται μήπως πνίγεται να πάω να τον σώσω, να μου χρωστάει τη ζωή του! Τον κοίταζα που με κοίταζε, όσο με κοίταζε που τον κοίταζα. Κι αυτό ήταν πλέον αδιαμφισβήτητο. Κοιταζόμασταν με όλους τους δυνατούς τρόπους που μπορούσε κάποιος να κοιτάζει κάποιον που δεν τον ήξερε και που ίσως να ήθελε να τον μάθει. Εν τέλει, ο κύριος με το πατίνι, άρχισε να με απασχολεί περισσότερο από τους Δουβλινέζους του Joyce οι οποίοι έμειναν αδιάβαστοι κάπου εκεί στις αρχές του Σεπτέμβρη. Παρεμπιπτόντως, δε με πείραζε διόλου. Παρόλο που έβγαζα το βιβλίο μου, δυσκολευόμουν να συγκεντρωθώ και το παρατούσα στη τσάντα θαλάσσης παραπονεμένο. Σταμάτησα να διαβάζω και άρχισα να κοιτάζω τον κύριο με το πατίνι που με κοιτούσε. Είχα βγει από τη ρουτίνα μου, αλλά παρατήρησα πως μετά από εκείνη την έντονη βλεμματική μας επαφή, ούτε εκείνος ακολουθούσε με ακρίβεια τη ρουτίνα του. Σταμάτησε εντελώς να βγάζει από τη μωβ τσάντα το κινητό του και καθυστερούσε να φύγει από τη παραλία.

Μοιάζαμε δυο διαθέσιμοι ελεύθεροι άνθρωποι που προσδοκούσαμε να γνωριστούμε, όμως κανείς από τους δυο μας δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία να κάνει ένα βήμα, να ανοίξει έναν ουσιαστικό δίαυλο επικοινωνίας. Από πλευράς μου ίσχυαν τα βαθιά ριζωμένα στερεότυπα μέσα στα οποία έχω καταστρέψει παραπάνω από τη μισή μου ζωή. Δεν ένιωθα και τόσο άνετα να προσεγγίσω κάποιον άγνωστο άντρα, ενόσω κάθονται οι γονείς μου λίγο παραπέρα. Άρχισαν να με ταλανίζουν σκέψεις τύπου: Μήπως είναι παντρεμένος; Αν έχει παιδιά, υποχρεώσεις, άλλες προτεραιότητες; Αν δεν ήταν διαθέσιμος; Αν με απέρριπτε; Αν…αν…αν… Σκέψεις που δηλητηριάζουν τα θέλω μας και μας γεμίζουν απωθημένα και ανασφάλειες. Η χαμηλή μου αυτοπεποίθηση, το μεγάλο διάστημα που έχει περάσει χωρίς να σχετιστώ με κάποιον, οι ξεχασμένες τεχνικές προσέγγισης ενός ενδιαφέροντος άντρα και πολλές άλλες φτηνές κι ανούσιες δικαιολογίες με βύθισαν στην αδράνεια.

Κι έπειτα δεύτερες σκέψεις κατέκλυσαν το νου μου. Κι αν είναι όλα ιδέα μου; Κι αν νομίζω πως με κοιτάζει, επειδή απλά επιθυμώ να με κοιτάζει; Καμία δύναμη δε βρέθηκε ικανή να με προτρέψει να τον προσεγγίσω και να του μιλήσω. Αν μίλησα σε κάποιον, αυτή είναι η μάνα μου που μου επιβεβαίωσε πως ο κύριος με το πατίνι με κοιτούσε αναμφισβήτητα, αδιαπραγμάτευτα και ανερυθρίαστα. Μάλιστα η ίδια έκανε μια κίνηση ματ, κίνηση που υπήρξε καταλυτική. Ένα απόγευμα που εκείνος περνούσε μπροστά μας, του μίλησε. Τον ρώτησε για το πατίνι, κι εκείνος με πολλή ευγένεια, της απάντησε πως είναι πρακτικό μέσο και διευκολύνει τις μετακινήσεις. Και όσο μιλούσε στη μητέρα μου, κοιτούσε εμένα. Του χαμογέλασα κουνώντας το κεφάλι μου επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενα του περί πρακτικότητας και διευκόλυνσης του μέσου και μου ανταπέδωσε ένα πλατύ υπέροχο χαμόγελο. Ίσως από εδώ και πέρα να σταματήσω να τον αποκαλώ τον κύριο με το πατίνι, και να τον αναφέρω ως τον κύριο με το πλατύ χαμόγελο. Ίσως και όχι.

Ο Σεπτέμβρης είχε φτάσει στη μέση του και απειλούσε προς αποχώρηση, τα περιθώρια στένευαν, θα άρχιζε η δουλειά, θα έπιανε αέρας και βροχή, θα σταματούσαμε τα μπάνια και θα ανανέωνα το ραντεβού μου με τον κύριο με το πατίνι για το επόμενο καλοκαίρι. Αυτές οι σκέψεις, μου ακούστηκαν θλιβερές και αποφάσισα να δράσω. Αφού κοιταζόμασταν, αφού είχαμε ανταλλάξει και πλατιά χαμόγελα, αφού λέγαμε πλέον ένα καλησπέρα, καλωσήλθατε, ζεστή η θάλασσα σήμερα, καληνύχτα και άλλα τυπικά, θεώρησα πως έχει ανοίξει μεταξύ μας ένα ευρύ πεδίο επικοινωνίας και απλά έπρεπε να το περπατήσουμε. Έτσι κι έγινε. Βγαίνοντας από τη θάλασσα τον πέτυχα στο παγκάκι του να κάθεται ανέμελος. Θεώρησα καλή ευκαιρία να του μιλήσω και αφού φόρεσα τη πετσέτα μου, πλησίασα λίγο και τον ρώτησα πληροφορίες για το πατίνι. Δεν έβρισκα άλλο τρόπο για να αρχίσω μια συζήτηση. Η πρώτη φορά που άκουσε τη φωνή μου ήταν αυτή και τα πρώτα λόγια που ξεστόμισα προς το πρόσωπο του ήταν: «Τι φάση το πατίνι;

Από εκείνη τη στιγμή και μετά άρχισε το μαρτύριο!!!!!!!

Συνεχίζεται…