«Ο κύριος με το πατίνι»
μια ιστορία απροσδόκητα γοητευτικής απογοήτευσης
Είναι αξιοπερίεργο να βλέπεις έναν κύριο να κυκλοφορεί με πατίνι στη παραλία. Γίνεται αντικείμενο σχολιασμού, κριτικής και ίσως και να λοιδορείται από κάποιους ανάγωγους. Ε, ναι, λοιπόν, ένας κύριος ερχόταν στη μικρή μας παραλία με πατίνι και δε φαίνεται να τον ένοιαζαν καθόλου τα βλέμματα των γύρω του. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί και να μη τον σχολίαζε κανείς και να μην ήταν αξιοπερίεργο που ερχόταν με το πατίνι.
Ο κύριος με το πατίνι ακολουθούσε μια ολοδική του ρουτίνα. Ερχόταν στις έξι το απόγευμα στη παραλία με το πατίνι του, καθόταν στο διπλανό μας παγκάκι, έβγαζε τη μπλούζα του και τα παπούτσια του, έμπαινε στη θάλασσα για μόλις δέκα λεπτά κι έπειτα έβγαινε σκουπιζόταν, φορούσε τα ακουστικά του, συζητούσε λίγο στο τηλέφωνο ή άκουγε μουσική και στις εφτά άλλαζε το μαγιό του, ντυνόταν, έπαιρνε το πατίνι του κι έφευγε. Η ιστορία αυτή επαναλαμβανόταν σχεδόν όλο τον Αύγουστο με χειρουργική ακρίβεια. Δεν είχε περάσει απαρατήρητος, αλλά δεν ήταν και τίποτα σημαντικό.
Η παραλία τον Αύγουστο ήταν γεμάτη κόσμο και κάθε παρέα είχε τη δική της ρουτίνα. Άλλοι με τις καρέκλες τους, άλλοι με τις πετσέτες τους, τις ψάθες και τις ομπρέλες τους, άλλοι με τα παιδιά τους, άλλοι πιο μοναχικοί, άλλοι πιο θορυβώδεις. Κι εμείς είχαμε τη δική μας ρουτίνα. Είχα μόλις γυρίσει από τις διακοπές μου και συνόδευα τους γονείς μου στη θάλασσα, στην αγαπημένη μας παραλία. Φτάναμε στις πέντε το απόγευμα με τις καρέκλες μας, ενώ είχαμε προμηθευτεί απογευματινά σνακ, νερό και καφέ. Αράζαμε λίγο στη παραλία, κάναμε το μπάνιο μας για μια ώρα και μετά έκανε ο καθένας ό,τι ήθελε. Η μάνα μου ρέμβαζε τη θάλασσα, ο πατέρας μου έλυνε σταυρόλεξα και εγώ βυθιζόμουν στο μαγευτικό κόσμο της λογοτεχνίας, σε κόσμους άλλους, άλλων εποχών, άλλης κουλτούρας και καμιά φορά και άλλης γλώσσας. Ήταν μέρες καλοκαιρινής, αυγουστιάτικης ξεγνοιασιάς κι η θάλασσα με τα ζεστά της νερά συνέχιζε να μας γοητεύει. Λατρεύω τη θάλασσα, δε μπαίνω τυπικά μέσα της, την κολυμπάω, την αφήνω να με σαγηνεύει, να με γυμνάζει, να με αγκαλιάζει και να με θεραπεύει. Πρωτίστως να με θεραπεύει.
Ομολογώ πως δεν είχα παρατηρήσει τον κύριο με το πατίνι για πολλές μέρες. Πήγαινα στη παραλία, έκανα το μπάνιο μου κι έπειτα βυθιζόμουν στις λογοτεχνικές μου αναγνώσεις για ώρες. Όταν εκείνος ερχόταν και όταν έφευγε, σχολιάζαμε με τη μάνα μου το πατίνι του, αλλά όχι τον ίδιο. Δεν είχα εστιάσει στην οντότητά του. Ήταν ένας εύσωμος κύριος που περνούσε μπροστά μας, καθόταν στο διπλανό παγκάκι, ακολουθούσε τη ρουτίνα του, η οποία με άφηνε παντελώς αδιάφορη κι έπειτα ξαναπερνούσε μπροστά μας για να φύγει. Και κάπως έτσι κύλησε και γλίστρησε και έφυγε ο Αύγουστος και ήρθε ο γλυκόπικρος Σεπτέμβρης. Εμείς οι εραστές της θάλασσας, ξέρουμε καλά πως το Σεπτέμβρη τα νερά είναι ζεστά και ήρεμα και τα μπάνια είναι θησαυρός και για την σωματική και για την ψυχική μας υγεία και ευεξία. Έτσι, συνεχίσαμε να πηγαίνουμε στη παραλία, ενώ οι ξένοι έφευγαν και η παραλία ανάσαινε πιο ελεύθερη, πιο διαθέσιμη για μας τους πιστούς της εραστές. Φυσικά ερχόταν κι ο κύριος με το πατίνι.
Ώσπου ένα απόγευμα, τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, αφού είχα κάνει τη συνεδρία μου με τη θάλασσα και αποκαμωμένη από το κολύμπι είχα απλωθεί κάπως άτσαλα στη καρέκλα μου και είχα αφοσιωθεί στον James Joyce και στους Δουβλινέζους του, ύψωσα το βλέμμα μου από το βιβλίο κι ένιωσα μια περίεργη ενέργεια να διαπερνά το είναι μου, ένιωσα ένα βλέμμα να καρφώνεται πάνω μου. Ο κύριος με το πατίνι ξεπήδησε από τη καθημερινή του ρουτίνα και με κοιτούσε ανερυθρίαστα στα μάτια. Μόλις τον είδα, δυσκολεύτηκα πολύ να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του. Εστίασα καλύτερα και μετακίνησα τα γυαλιά ηλίου μου για να επιβεβαιώσω πως εκείνη η μικρή στιγμή δεν ήταν της φαντασίας μου, δεν την υπέθεσα, δεν την εφηύρα αλλά ήταν συντελεσμένη, ήταν απτή πραγματικότητα.
Δυο άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους, κοιτάζονταν στα μάτια, σκάναραν ο ένας τον αμφιβληστροειδή του άλλου, μείωναν μια κάποια απροσπέλαστη απόσταση, έσπαγαν ένα ανυπέρβλητο παγόβουνο μεταξύ τους και δημιουργούσαν κάτι ιδιαίτερο στον αέρα, στο σύμπαν, στη φύση. Δε μπορώ να θυμηθώ πόσα δευτερόλεπτα κράτησε αυτή η έντονη ματιά, αλλά θυμάμαι πως κατέληξε στον σχηματισμό ενός χαμόγελου στα δικά μου χείλη κι ενός ακόμη στα δικά του. Έπειτα, φόρεσα τα γυαλιά ηλίου μου κι επέστρεψα στην ασφαλή αγκαλιά του βιβλίου μου, στην σιγουριά της λογοτεχνίας, ενώ ο κύριος με το πατίνι ετοιμάστηκε να φύγει κι έφυγε. Ίσως να αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν αρπάξαμε εκείνη την μικρή, αγνή, μαγική στιγμούλα, εκείνη την μοναδική ευκαιρία να μιλήσουμε, να γνωριστούμε, να επικοινωνήσουμε πιο ουσιαστικά. Είναι πολλοί οι λόγοι αλλά θα εστιάσω μόνο στους αυτονόητους, μιλώντας από την δική μου σκοπιά.
Στη μέση ηλικία οι άνθρωποι γίνονται κομπλεξικοί, χάνουν την αυτοπεποίθηση τους, έχουν προβλήματα επικοινωνίας, η υπομονή τους έχει μειωθεί, οι προσδοκίες τους έχουν τερματίσει, είναι κουρασμένοι, προδομένοι, απογοητευμένοι. Τους κρατά πίσω η αίσθηση πως πέρασε το τρένο κι έφυγε, πως αποκλείεται να συμβεί κάτι καλό ή το σημαντικότερο: σιγά να μην είναι ο άλλος διαθέσιμος σ’ αυτή την ηλικία. Από εκείνη τη μέρα, ομολογώ πως άρχισα να παρατηρώ πιο διερευνητικά και πιο αναλυτικά τον κύριο με το πατίνι. Εστίασα στη ρουτίνα του. Πρόσεξα τις κινήσεις του, τα χαρακτηριστικά του, την ηλικία του, το σώμα του, τα παπούτσια του, το μαγιό του, μια μωβ τσάντα που κρατούσε με τα πράγματα του, το πως ασφάλιζε το πατίνι του στο παγκάκι, πριν μπει στη θάλασσα, τις ασκήσεις του μέσα στο νερό, το ολιγόλεπτο κολύμπι του, τη πετσέτα με την οποία στέγνωνε τα μαλλιά του και μετά που την ακουμπούσε στη πλάτη του, την ώρα που ερχόταν, την ώρα που έφευγε. Όλα!
Παρατηρούσα πως με κοιτούσε κι αυτός, άλλοτε εξονυχιστικά κι άλλοτε στα κλεφτά. Κάποιες φορές τον έπιανα να με ψάχνει όσο κολυμπούσα, άλλες φορές κοιτούσα εγώ πού βρίσκεται μήπως πνίγεται να πάω να τον σώσω, να μου χρωστάει τη ζωή του! Τον κοίταζα που με κοίταζε, όσο με κοίταζε που τον κοίταζα. Κι αυτό ήταν πλέον αδιαμφισβήτητο. Κοιταζόμασταν με όλους τους δυνατούς τρόπους που μπορούσε κάποιος να κοιτάζει κάποιον που δεν τον ήξερε και που ίσως να ήθελε να τον μάθει. Εν τέλει, ο κύριος με το πατίνι, άρχισε να με απασχολεί περισσότερο από τους Δουβλινέζους του Joyce οι οποίοι έμειναν αδιάβαστοι κάπου εκεί στις αρχές του Σεπτέμβρη. Παρεμπιπτόντως, δε με πείραζε διόλου. Παρόλο που έβγαζα το βιβλίο μου, δυσκολευόμουν να συγκεντρωθώ και το παρατούσα στη τσάντα θαλάσσης παραπονεμένο. Σταμάτησα να διαβάζω και άρχισα να κοιτάζω τον κύριο με το πατίνι που με κοιτούσε. Είχα βγει από τη ρουτίνα μου, αλλά παρατήρησα πως μετά από εκείνη την έντονη βλεμματική μας επαφή, ούτε εκείνος ακολουθούσε με ακρίβεια τη ρουτίνα του. Σταμάτησε εντελώς να βγάζει από τη μωβ τσάντα το κινητό του και καθυστερούσε να φύγει από τη παραλία.
Μοιάζαμε δυο διαθέσιμοι ελεύθεροι άνθρωποι που προσδοκούσαμε να γνωριστούμε, όμως κανείς από τους δυο μας δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία να κάνει ένα βήμα, να ανοίξει έναν ουσιαστικό δίαυλο επικοινωνίας. Από πλευράς μου ίσχυαν τα βαθιά ριζωμένα στερεότυπα μέσα στα οποία έχω καταστρέψει παραπάνω από τη μισή μου ζωή. Δεν ένιωθα και τόσο άνετα να προσεγγίσω κάποιον άγνωστο άντρα, ενόσω κάθονται οι γονείς μου λίγο παραπέρα. Άρχισαν να με ταλανίζουν σκέψεις τύπου: Μήπως είναι παντρεμένος; Αν έχει παιδιά, υποχρεώσεις, άλλες προτεραιότητες; Αν δεν ήταν διαθέσιμος; Αν με απέρριπτε; Αν…αν…αν… Σκέψεις που δηλητηριάζουν τα θέλω μας και μας γεμίζουν απωθημένα και ανασφάλειες. Η χαμηλή μου αυτοπεποίθηση, το μεγάλο διάστημα που έχει περάσει χωρίς να σχετιστώ με κάποιον, οι ξεχασμένες τεχνικές προσέγγισης ενός ενδιαφέροντος άντρα και πολλές άλλες φτηνές κι ανούσιες δικαιολογίες με βύθισαν στην αδράνεια.
Κι έπειτα δεύτερες σκέψεις κατέκλυσαν το νου μου. Κι αν είναι όλα ιδέα μου; Κι αν νομίζω πως με κοιτάζει, επειδή απλά επιθυμώ να με κοιτάζει; Καμία δύναμη δε βρέθηκε ικανή να με προτρέψει να τον προσεγγίσω και να του μιλήσω. Αν μίλησα σε κάποιον, αυτή είναι η μάνα μου που μου επιβεβαίωσε πως ο κύριος με το πατίνι με κοιτούσε αναμφισβήτητα, αδιαπραγμάτευτα και ανερυθρίαστα. Μάλιστα η ίδια έκανε μια κίνηση ματ, κίνηση που υπήρξε καταλυτική. Ένα απόγευμα που εκείνος περνούσε μπροστά μας, του μίλησε. Τον ρώτησε για το πατίνι, κι εκείνος με πολλή ευγένεια, της απάντησε πως είναι πρακτικό μέσο και διευκολύνει τις μετακινήσεις. Και όσο μιλούσε στη μητέρα μου, κοιτούσε εμένα. Του χαμογέλασα κουνώντας το κεφάλι μου επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενα του περί πρακτικότητας και διευκόλυνσης του μέσου και μου ανταπέδωσε ένα πλατύ υπέροχο χαμόγελο. Ίσως από εδώ και πέρα να σταματήσω να τον αποκαλώ τον κύριο με το πατίνι, και να τον αναφέρω ως τον κύριο με το πλατύ χαμόγελο. Ίσως και όχι.
Ο Σεπτέμβρης είχε φτάσει στη μέση του και απειλούσε προς αποχώρηση, τα περιθώρια στένευαν, θα άρχιζε η δουλειά, θα έπιανε αέρας και βροχή, θα σταματούσαμε τα μπάνια και θα ανανέωνα το ραντεβού μου με τον κύριο με το πατίνι για το επόμενο καλοκαίρι. Αυτές οι σκέψεις, μου ακούστηκαν θλιβερές και αποφάσισα να δράσω. Αφού κοιταζόμασταν, αφού είχαμε ανταλλάξει και πλατιά χαμόγελα, αφού λέγαμε πλέον ένα καλησπέρα, καλωσήλθατε, ζεστή η θάλασσα σήμερα, καληνύχτα και άλλα τυπικά, θεώρησα πως έχει ανοίξει μεταξύ μας ένα ευρύ πεδίο επικοινωνίας και απλά έπρεπε να το περπατήσουμε. Έτσι κι έγινε. Βγαίνοντας από τη θάλασσα τον πέτυχα στο παγκάκι του να κάθεται ανέμελος. Θεώρησα καλή ευκαιρία να του μιλήσω και αφού φόρεσα τη πετσέτα μου, πλησίασα λίγο και τον ρώτησα πληροφορίες για το πατίνι. Δεν έβρισκα άλλο τρόπο για να αρχίσω μια συζήτηση. Η πρώτη φορά που άκουσε τη φωνή μου ήταν αυτή και τα πρώτα λόγια που ξεστόμισα προς το πρόσωπο του ήταν: «Τι φάση το πατίνι;»
Από εκείνη τη στιγμή και μετά άρχισε το μαρτύριο!!!!!!!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πες μια cουλαμάρα κι εσύ....Μπορείς!!!