Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Ο κύριος με το πατίνι ΙΙΙ

 

«Ο κύριος με το πατίνι»

μια ιστορία απροσδόκητα γοητευτικής απογοήτευσης  

Όλο το σκηνικό της επικοινωνίας που δημιουργήθηκε με τόσο κόπο και τόση θεματολογία από τον κύριο με το πατίνι κι από μένα φυσικά, διακόπηκε από το τηλέφωνο μου που χτυπούσε. Ήταν η αδερφή μου που με ενημέρωνε πως θα ερχόταν να με πάρει γιατί είχαμε να πάμε σε ένα γάμο. Της το έκλεισα απότομα γιατί εκείνη τη στιγμή ο κύριος με το πατίνι, ετοιμαζόταν να φύγει. Πέρασε από μπροστά μας, μας χαιρέτησε αλλά όση ώρα απομακρυνόταν με κοιτούσε. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Γύρισα πίσω να τον δω που φεύγει και πράγματι τον είδα να με χαιρετά με υψωμένο το χέρι πάνω στο πατίνι και χαμογελώντας.  Με πολλή δυσκολία απώθησα τη σκέψη από το μυαλό μου πως θα ήταν άστοχο να πέσει με το πατίνι μια τόσο ρομαντική στιγμή!

Ήταν τελικά ωραίος άνθρωπος. Όχι κάτι το ιδιαίτερο. Λίγο εύσωμος, καλοντυμένος, περιποιημένος, με τα γκρίζα του μαλλιά, θαρρώ κοντά στην ηλικία μου, ίσως και λίγα χρόνια μεγαλύτερος. Ήταν πολύ ευγενικός, όχι υπερφίαλος, χαμηλών τόνων, με ήρεμη φωνή ενώ όταν χαμογελούσε, φωτίζονταν τα μάτια του. Παρατήρησα κι ένα σημάδι στο κεφάλι του, στο ύψος του μετώπου. Κάποια τομή; Κάποια μελανιά; Κάτι υπήρχε εκεί, αλλά εννοείται πως δε ρωτάς τέτοιες λεπτομέρειες έναν ξένο άνθρωπο που γνώρισες στη παραλία και μιλάτε για πρώτη φορά. Κάπως έτσι εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα ολοκληρώσαμε με τους γονείς μου την επιδρομή στη παραλία και γύρισα να ετοιμαστώ για τον γάμο στον οποίο ήμουν προσκεκλημένη. Είπα τα καθέκαστα στην αδερφή μου και με δυο ερωτήσεις της με οδήγησε σε ένα μίνι εγκεφαλικό, σε μια μικρή κρίση πανικού. «Πως τον λένε τον κύριο με το πατίνι;» «Τί δουλειά κάνει;»

Σκοτείνιασα! Διαπίστωσα πως ενώ μιλούσαμε αρκετή ώρα δεν είχαμε ρωτήσει ο ένας το όνομα του άλλου. Είχαμε πει τόσα πολλά και τελικά δεν είχαμε πει τίποτα για μας τους ίδιους, για τη δουλειά μας, για την οικογενειακή μας κατάσταση. Εν τάξει, τη πρώτη φορά που συζητάς με κάποιον δεν αλλάζεις και τηλεφωνικό αριθμό, αλλά ένα όνομα θα το πεις. Σε μας δεν ειπώθηκε. Δεν μου πέρασε καν από το μυαλό να τον ρωτήσω πως λέγεται. Επιπλέον, μιλούσαμε στον πληθυντικό ευγενείας, δεν είχε σπάσει ακόμη ο πάγος, αλλά και πάλι θα μπορούσα ευγενικά να ρωτήσω πως τον λένε. Μεγάλη αστοχία από πλευράς μου και από πλευράς του. Το να ρωτήσεις έναν άνθρωπο πώς λέγεται δεν είναι κατακριτέο, ούτε παρεξηγήσιμο. Το ίδιο και αν ρωτήσεις πού εργάζεται, με τι ασχολείται. Δεν θεωρούνται αυτές οι ερωτήσεις ανάρμοστες, ούτε αδιάκριτες. Δε ξεπερνάς τα όρια, αν τις θέσεις. Αντιθέτως, οριοθετείς μια συζήτηση και δίνεις σχήμα στον άνθρωπο με τον οποίο συζητάς.

Το μυαλό μου άρχισε να γεμίζει με αντρικά ονόματα που ίσως να ταίριαζαν στον κύριο με τον πατίνι. Κώστας, Παναγιώτης, Γιάννης, Γιώργος, Δημήτρης, Νίκος, Βασίλης. Μου φανήκαν πολύ κοινότυπα. Αλέξανδρος, Αχιλλέας, Πλάτωνας, Περικλής, Μιλτιάδης, Σωκράτης, πολύ αρχαιοελληνικά. Τρύφωνας, Χριστόφορος, Νεκτάριος, Παύλος, πολύ χριστιανικά. Θα μπορούσα όλη τη νύχτα να σκέφτομαι ονόματα που να ταιριάζουν στον κύριο με το πατίνι όπως Βαγγέλης, Μάριος, Θανάσης, Διονύσης, Αργύρης, Αιμίλιος, Μανώλης, Παντελής, Πέτρος, Τιμολέων, Πελοπίδας, Σωτήρης, Στέφανος. Απίστευτο μπέρδεμα!

Ήταν αυτονόητο πως την επόμενη μέρα θα έπρεπε να πάω στη παραλία για να ξεπεραστεί τουλάχιστον αυτός ο ψυχαναγκασμός μου. Να ρωτήσω τον κύριο με το πατίνι πώς τον λένε. Δε με ενδιέφερε πλέον τίποτα άλλο. Ούτε τι δουλειά έκανε, ούτε αν ήταν παντρεμένος, χήρος, ελεύθερος ή πολιορκημένος. Μόνη μου έννοια ήταν ποιο ήταν το όνομά του. Έτσι, γεμάτη ενθουσιασμό και με ισχυρή στοχοπροσήλωση στο να μάθω όνομα, αλλά και άλλες πληροφορίες, αν μπορούσα, ετοιμάστηκα για τη παραλία. Δε με σταματούσε τίποτα, τώρα που είχα κάνει μια αρχή, που είχα ανοίξει διαύλους επικοινωνίας. Μοιάζαν όλα πιο εύκολα. Ο καιρός ήταν ακόμη καλός αν και ο Σεπτέμβρης κυλούσε προς το δεύτερο μισό του. Άλλωστε, τα μπάνια εμείς δε τα σταματάμε το Σεπτέμβρη, αν δε βρέξει.

Καταφτάσαμε στη παραλία με τους γονείς μου την ίδια ώρα, όπως κάθε μέρα, με τα σνακ μας, τα νερά μας, τους καφέδες μας, τη καλή μας διάθεση. Ακολουθώντας το πρόγραμμα μου αποφάσισα να μπω στη θάλασσα αμέσως, καθώς είχε ακόμη δυνατό ήλιο. Στην πραγματικότητα περίμενα να δω τη φιγούρα του πάνω στο πατίνι να διασχίζει το δρόμο και να πλησιάζει τη παραλία. Δεν είχα σκεφτεί τί θα πω, πως θα ανοίξω συζήτηση, πως θα τον προσέγγιζα, αλλά ήμουν αποφασισμένη πως θα αυτοσχεδιάσω και θα βρω κάποιο έναυσμα για να τον πλησιάσω και να του μιλήσω. Ήμουν σίγουρη πως κι αυτός θα έκανε ένα βήμα προς εμένα, ένα βήμα που για πολύ καιρό δεν είχε κάνει και που ξεκάθαρα μου το χρωστούσε.

Η θάλασσα ήταν πολύ ζεστή και ένιωθα πως λειτουργούσε το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Κολύμπησα αρκετά, έκανα και κάποιες ασκήσεις μέσα στη θάλασσα για τη μέση, για τα πόδια, για τους ώμους και τα χέρια, προκειμένου να νιώσω ευεξία και να μην ακούω τριγμούς. Δεν είμαι και σαπιοκάραβο αλλά κι εγώ τα έχω περπατήσει τα χρόνια μου. Από τα σαράντα ως τα πενήντα είναι μια απόσταση που διανύεται με εμπόδια. Λίγα κιλά παραπάνω, καθιστική ζωή, με το ζόρι άσκηση, όσο να’ ναι χρειάζεται το σώμα μια φροντίδα, μια προστασία, έναν σεβασμό. Με αυτές τις σκέψεις και με τη θάλασσα να με αγκαλιάζει περίμενα τον κύριο με το πατίνι, μήπως επιτέλους μάθαινα το όνομά του, έστω!

Η ώρα περνούσε. Τα χέρια μου μούλιασαν στο νερό. Άρχισα να κρυώνω, να μελανιάζω. Ο κύριος με το πατίνι δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Υπολόγισα πως θα έπρεπε να έχει έρθει και ήδη να έχει ολοκληρώσει το ολιγόλεπτο μπάνιο του. Μήπως κάθισε πιο μακριά; Μήπως δεν ήταν διαθέσιμο το παγκάκι κοντά μας; Μήπως είχε πάει στην άλλη πλευρά της παραλίας; Όσο το επέτρεπε η όραση μου, δεν τον έβλεπα πουθενά. Έχω και λίγη μυωπία και τώρα τελευταία με επισκέφτηκε και η πρεσβυωπία. Βγήκα από το νερό, κάθισα στη καρέκλα μου και συνειδητοποίησα πως η ώρα ήταν περασμένη. Είχα κολυμπήσει πολύ περισσότερο και εν τω μεταξύ η παραλία είχε αδειάσει εντελώς από κόσμο. Ο κύριος με το πατίνι δεν ήταν πουθενά. Έβγαλα το βιβλίο μου από τη τσάντα θαλάσσης. Ένιωσα πως οι σελίδες του βιβλίου μου, με ειρωνεύονταν. Σα να τις άκουσα να λένε παραπονεμένα τώρα μας θυμήθηκες; Κοίταξα το παγκάκι που συνήθως εκείνος καθόταν και σα να με ειρωνευόταν κι αυτό. Φύγαμε στην ώρα μας. Και το απόγευμα εκείνο έμοιαζε πολύ θλιβερό και απόλυτα μελαγχολικό.

Η κατάσταση δυσκόλευε ολοένα και περισσότερο. Την επόμενη μέρα ξεκινούσα δουλειά για τα καλά. Το ωράριο μου χρόνια τώρα ήταν δύο το μεσημέρι με δέκα το βράδυ. Ακόμη και καλό καιρό να είχε, δε μπορούσα να πάω στη παραλία. Οπότε περιορίστηκα σε σκέψεις που είχαν μια δόση υπερβολής. Σκεφτόμουν πως ενόσω κάνω σχέδια ο Θεός γελάει. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική ψυχαναγκαστική σκέψη για όλα όσα θέλουμε, για όσα προγραμματίζουμε, για όσα οργανώνουμε, για όσα ονειρευόμαστε και τελικά η δύναμη του αστάθμητου παράγοντα τα κατεδαφίζει εν ριπή οφθαλμού. Υποτάχτηκα στη μοίρα μου και έκανα τα μαθήματα μου με τους μαθητές μου κανονικά. Δε πήγα στη παραλία. Προσπάθησα να βγάλω από το μυαλό μου όλο αυτό το σκηνικό που άρχιζε να μοιάζει τοξικό. Η ζωή προχωράει. Ο κύριος με το πατίνι μπορεί να μείνει μια όμορφη ανάμνηση και ίσως τον ξανασυναντήσω το επόμενο καλοκαίρι στην αγαπημένη μας παραλία. Γιατί το είχαμε συμφωνήσει αυτό. Αυτή ήταν η αγαπημένη μας παραλία.

Εν τω μεταξύ, οι γονείς μου πήγαν στην παραλία, παρόλο που εγώ δε μπόρεσα να πάω. Εκείνοι χρειαζόταν να κάνουν λίγα μπάνια ακόμη όσο κρατούσε ο καιρός. Και μόλις επέστρεψαν στο σπίτι η μητέρα μου με ενημέρωσε κατευθείαν. Ο κύριος με το πατίνι ήταν εκεί! Τους χαιρέτισε ευγενικά και έκανε το μπάνιο του και το πρόγραμμά του, όπως ακριβώς το συνήθιζε. Ήταν μια μαχαιριά στη καρδιά μου αυτή η είδηση, γιατί θα μπορούσα, αν ήθελα, να ακυρώσω μερικά μαθήματα, Σεπτέμβρης ήταν ακόμη, τα σχολεία μόλις είχαν ανοίξει, οι μαθητές μου δεν είχαν και τόσο φόρτο διαβάσματος ακόμη, άρα θα μπορούσα να συνεχίσω λίγα μπάνια ακόμη και να συναντήσω εκ νέου τον κύριο με το πατίνι για να μιλήσουμε και πάλι. Όμως, η ζωή γράφει τα δικά της σενάρια, τα οποία καλούμαστε να ακολουθούμε σαν καλοί και έμπειροι ηθοποιοί.

Την επόμενη μέρα δεν θα άφηνα τα πράγματα στη τύχη τους. Θα ακύρωνα κάποια μαθήματα και θα πήγαινα στη παραλία. Είχα μια ελπίδα να τον συναντήσω και γιατί όχι να αποσπάσω κάποιες πληροφορίες, να ανταλλάξουμε τηλέφωνα, social media, ό,τι τελοσπάντων χρειαζόταν για να μη χαθεί εντελώς η επικοινωνία μας. Εκείνο που με προβλημάτιζε ήταν το αν και ο κύριος με το πατίνι σκεφτόταν τα ίδια ή μήπως ήταν εντελώς ιδέα μου όλα. Άραγε θα με έψαχνε; Θα αναρωτιόταν γιατί λείπω από τη παραλία ενώ οι γονείς μου είναι εκεί; Θα σκεφτόταν κι αυτός το ενδεχόμενο πως θα με συναντούσε ξανά και πως θα έπρεπε να αλλάξουμε τα στοιχεία μας για να μη χαθούμε; Θα του περνούσε από το μυαλό το γεγονός πως δε θα με ξανάβλεπε παρά μόνο ίσως το επόμενο καλοκαίρι; Και πως θα ένιωθε μ’ αυτό; Δεν είναι εφικτό να απαντηθούν όλα αυτά. Καθόλου εφικτό! Γιατί όταν πήγα στη παραλία εκείνο το απόγευμα, ο κύριος με το πατίνι δεν είχε έρθει.

Αποφάσισα να μη χαλάω το πρόγραμμα της δουλειάς μου και να αφοσιωθώ στα ιδιαίτερα μαθήματα και στους μαθητές μου. Έτσι την επόμενη μέρα δεν πήγα για μπάνιο. Οι γονείς μου, όμως, πήγαν και μόλις επέστρεψαν, με ενημέρωσαν πως ο κύριος με το πατίνι ήταν εκεί και έκανε κανονικά το μπάνιο του και το πρόγραμμα του. Μάλιστα τους είχε χαιρετίσει πολύ ευγενικά και πηγαίνοντας και φεύγοντας από τη παραλία. Άρχισαν να με κυριεύουν τρελά νεύρα. Μα τι συμβαίνει επιτέλους; Τί ακριβώς θέλει να μας πει το σύμπαν; Δε γίνεται να συμβαίνει αυτό! Εγώ πηγαίνω στη παραλία, όταν ο κύριος με το πατίνι λείπει, κι έπειτα πηγαίνει εκείνος, όταν λείπω εγώ. Δε γίνεται αυτό! Δε γίνεται να αφηνόμαστε έρμαια στις διαθέσεις του τυχαίου και του ασύγχρονου. Πρέπει να κάνουμε κάτι δραστικό! Την επόμενη μέρα, μετέφερα κάποια μαθήματα μου και πήγα στη παραλία, αλλά ο κύριος με το πατίνι και πάλι δυστυχώς δεν ήταν εκεί. Μήνυμα ελήφθη! Το σύμπαν με γλεντάει!

Τις επόμενες μέρες χάλασε ο καιρός και κάπως έτσι αυτή η όμορφη ιστορία δεν κατάφερε να βρει το πολυπόθητο ευτυχισμένο τέλος της. Δε θα μάθουμε ποτέ τί θα γινόταν αν ξανάβλεπα τον κύριο με το πατίνι. Δε θα μάθουμε το όνομα του, το επάγγελμα του, την οικογενειακή του κατάσταση κι αν θα συνεχιζόταν ή όχι η όποια επικοινωνία μας. Είχα, όμως, μια πολύ καλή ιδέα γι’ αυτή την ιστορία της απροσδόκητης γοητευτικής απογοήτευσης. Να της δώσω σάρκα και οστά, να την ντύσω με λέξεις, σαν διήγημα για να μην τη ξεχάσω και να πατήσω μια παύση περιμένοντας το επόμενο καλοκαίρι. Και πού ξέρεις; Ίσως στην επόμενη στροφή του δρόμου να πετύχω τον κύριο με το πατίνι και να με χαιρετήσει χαμογελώντας και πέφτοντας ταυτόχρονα, για να τιμωρηθεί και λίγο που δεν πήρε καμία πρωτοβουλία έγκαιρα, έτσι ώστε να μη αναγκαζόμαστε τώρα να τον αποκαλούμε: Ο κύριος με το πατίνι.

                                                                                   22/9/2025 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πες μια cουλαμάρα κι εσύ....Μπορείς!!!